- ταχυβόλο(ν)
- το скорострельная пушка, скорострельное орудие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχυβόλο — το είδος πολυβόλου που ρίχνει συχνές ριπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταχυβόλος — ο, Ν 1. αυτός που βάλλει με ταχύτητα, που ρίχνει γρήγορες βολές 2. το ουδ. ως ουσ. το ταχυβόλο (στρ.) παλαιός χαρακτηρισμός πολυβόλων τα οποία είχαν μεγάλη ταχύτητα βολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πολυ βόλος. Η… … Dictionary of Greek
Δαγκλής, Παναγιώτης — (Αγρίνιο 1853 – Αθήνα 1924). Στρατιωτικός και πολιτικός. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Ο Δ. επινόησε το λυόμενο ορειβατικό πυροβόλο των 7,5 εκ., που είναι γνωστό ως ορεινό ταχυβόλο συστήματος Σνάιντερ… … Dictionary of Greek